τριπτός

τριπτός
-ή, -ο / τριπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τριφτός Ν
αυτός που τρίβεται, που μπορεί κανείς να τόν τρίψει, ή που σχηματίστηκε με τριβή
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ τριπτή
είδος ψωμιού από κρίθινο αλεύρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριπτός — rubbed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτά — τριπτός rubbed neut nom/voc/acc pl τριπτά̱ , τριπτός rubbed fem nom/voc/acc dual τριπτά̱ , τριπτός rubbed fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτόν — τριπτός rubbed masc acc sg τριπτός rubbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτοῖς — τριπτός rubbed masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτοί — τριπτός rubbed masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτοῦ — τριπτός rubbed masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῆς — τριπτός rubbed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτῇ — τριπτός rubbed fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτή — τριπτός rubbed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριπτήν — τριπτός rubbed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”